- μέσις
- μέσις, ἡ (Μ)μέση, κέντρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέση κατά τα θηλ. σε -ις (πρβλ. ράχη: ράχις, βρύση: βρύσις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μοψουεστία — Αρχαία πόλη της Κιλικίας κοντά στο σημερινό Μεσίς, 30 χλμ. Α των Aδάνων. Η παράδοση συνέδεε τη M. όπως και την πόλη Μοψουκρήνη με τη μυθική μορφή του Μόψου. Η Μ. υπαγόταν από τον 6o αι. π.Χ. στο περσικό κράτος, και μετά τη μακεδονική κατάκτηση… … Dictionary of Greek